ῥογχαλίζω

ῥογχαλίζω
ῥογχᾰλίζω,
A snore, Gloss. ad Theoc.6.30, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρογχαλίζω — Α βλ. ροχαλίζω …   Dictionary of Greek

  • ροχαλίζω — ῥογχαλίζω, ΝΑ, και ρουχαλίζω Ν αναπνέω θορυβωδώς κατά τη διάρκεια τού ύπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥογχαλίζω είναι εκφραστικό παράγωγο τού ρ. ρέγχω* σχηματισμένο από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας (πρβλ. ρογχάζω) με ένθημα αλ (πρβλ. κογχ αλ ίζω) και… …   Dictionary of Greek

  • ρόχαλο — το, Ν η ροχάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρχ. ῥόγχαλον, πιθ. < ῥογχαλίζω* υποχωρητικά (πρβλ. ῥογχαλίζω: ροχαλίζω)] …   Dictionary of Greek

  • ροχάλισμα — το / ῥογχάλισμα, ΝΑ [ροχαλίζω / ῥογχαλίζω] το ροχαλητό …   Dictionary of Greek

  • συνάχι — (Ιατρ.). Φλεγμονή του ρινικού βλεννογόνου, ιογενούς αιτιολογίας (ρινοϊοί), μεταδοτική. Η φλεγμονή, εξαιτίας του οιδήματος που προκαλεί στο ρινικό βλεννογόνο, αλλοιώνει βαθιά το ρυθμό της αναπνευστικής λειτουργίας, γιατί δεν επιτρέπει να περνάει… …   Dictionary of Greek

  • râncheza — RÂNCHEZÁ, pers. 3 rânchează, vb. I. intranz. (Despre cai) A necheza. – lat. *rhonchizare (după necheza). Trimis de dante, 04.07.2004. Sursa: DEX 98  RÂNCHEZÁ vb. v. necheza. Trimis de siveco, 24.10.2007. Sursa: Sinonime  …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”